προσαμπεχω

προσαμπεχω
    προσαμπέχω
    προσ-αμπέχω
    также обматывать
    

προσαμπέχεσθαι ἰξῷ Anth. — запутаться в ветках омелы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προσαμπεχω" в других словарях:

  • προσαμπέχω — Α 1. περιβάλλω, περικαλύπτω κάτι επί πλέον 2. παθ. προσαμπέχομαι περιπλέκομαι ή προσκολλώμαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»